ευρυόδεια

ευρυόδεια
εὐρυόδεια, ἡ (Α)
1. αυτή που έχει ευρείς, πλατιούς δρόμους («χθονὸς εὐρυοδείης», Όμ. Ιλ.)
2. επίθ. τής Δήμητρας στη Σκάρφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά αποκλειστικά στην ομηρική φρ. από χθονός ευρυοδείης, πάντοτε σε τέλος στίχου, προήλθε δε πιθ. από το ευρύ-οδος, που μαρτυρείται αργότερα και που μετασχηματίστηκε, για μετρικούς λόγους, κατά τα θηλ. σε -εια. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, η λ. πρέπει να διορθωθεί σε ευρυεδείης «αυτός που έχει ευρύ έδος, κάθισμα», λαμβανομένου υπ' όψιν τού χωρίου τού Σιμωνίδη ευρυεδούς... από χθονός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐρυοδεία — εὐρυοδείᾱ , εὐρυόδεια with broad ways fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυόδεια — with broad ways fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυοδείας — εὐρυοδείᾱς , εὐρυόδεια with broad ways fem acc pl εὐρυοδείᾱς , εὐρυόδεια with broad ways fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυοδείης — εὐρυόδεια with broad ways fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gaia (Mythologie) — Gaia. Detail aus der Gigantomachie. Attisch rotfigurige Schale, 410 400 v. Chr.[D 1] Gaia oder Ge (griechisch Γαῖα oder Γῆ, dorisch Γᾶ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”